-
1 καταδρομή
καταδρομή, ἡ,A inroad, raid, Th.1.142; ἐνέδραι καὶ κ. Id.5.56;καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27
, etc.;κ. γενομένης Lys.20.28
;ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.R. 472a
; charge, of troops in battle, LXX 2 Ma.5.3; assault, PRein.18.19(pl., ii B.C.).2 metaph., attack, invective,κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135
, cf. D.H.Th.3;κατά τινος Plb.12.23.1
;ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.M. 2.43
.2 perh. = cryptoporticus, IGRom.4.159.23 ([place name] Cyzicus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδρομή
-
2 προλοχισμός
προλοχ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλοχισμός
-
3 ἀγκύλος
A crooked, curved,τόξα Il.5.209
, Od.21.264, etc.;ἅρμα Il.6.39
;κάλαμος Theoc.21.47
; of the eagle, beaked,Pi.
P.1.8; ἀ. ἐκ τῶν ὀδόντων Ant. Lib.22.6; of greedy fingers, hooked, Ar.Eq. 205; of the movement of a snake,ἀ. ἕρπων D.P.123
.II metaph.,1 of style, intricate, Luc.Bis Acc. 21;ἐριστικὸς καὶ ἀ. τὴν γλῶσσαν
catchy,Alciphr.
3.64; in good sense, terse, D.H.Th.25 ([comp] Comp.). Adv.-λωσιβ.31;
intricately,Procl.
in Prm. p.525 S., Dam.Pr. 187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκύλος
-
4 ἐνέδρα
ἐνέδρ-α, ἡ,A sitting in: hence, lying in wait, ambush, Th.5.56 (pl.), etc.;ἐ. ποιεῖσθαι Id.3.90
;ἐνέδραι κατασκευάζονται X.Eq.Mag.4.10
;ἐνέδραν τιθέναι D.S.19.108
;θέσθαι Plu.Rom.23
;εἰς ἐ. ἐμπίπτειν X. Cyr.8.5.14
; ἐκ τῆς ἐ. ἀνίστασθαι ib.5.4.4;θέειν ἐκ τῆς ἐ. Th.4.67
.b men laid in ambush,τὴν ἐ. ἐζανιστάναι X.HG4.8.37
.2 metaph., trickery, treachery,δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Pl.Lg. 908d
, cf. D.19.77;ἐνέδρας ἕνεκα Antiph.124.7
; ἐξ ἐνέδρας, opp. φανερῶς, Ph.2.422;μετ' ἐνέδρας App.BC1.30
, cf. Archig.ap Orib.8.2.20.
См. также в других словарях:
Άγδη — (Αgde). Μικρή παραλιακή πόλη (20.300 κάτ. το 2002) της νότιας Γαλλίας, στην εκβολή του ποταμού Ερό. Η Α. ήταν αποικία των Φωκαέων, που έχτισαν προηγουμένως τη σημερινή Μασσαλία. Το όνομα Α. σημαίνει αγαθή τύχη. Η πόλη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό… … Dictionary of Greek
ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… … Dictionary of Greek